- τουρκμενικός
- και τουρκομανικός, -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τουρκμενίους ή στο Τουρκμενιστάν («τουρκμενική [ή τουρκομανική] γλώσσα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουρκομανικός — ή, ό, Ν [Τουρκομάνοι] βλ. τουρκμενικός … Dictionary of Greek